Μόλις εγγραφείτε στο Neon54, το καζίνο κάνει τα πάντα για να σας κάνει ευτυχισμένους. Neon54 Casino κριτικές: Διαβάστε την αξιολόγηση μας! - Greek Online Casinos. OneClickPharmacy.gr - Online φαρμακείο cialis viagra barborka ciekawy domowej rekami

Επιτάφιος / Επιφάνια

1960

Περιγραφή:

Επιτάφιος

 

Ποίηση: Γιάννης Ρίτσος
Σύνθεση έργου: 1958, Παρίσι

Πρώτη ηχογράφηση: Αύγουστος του 1960, Μάνος Χατζιδάκις – Νανά Μούσχουρη, Studio  Columbia, ηχολήπτης ο Νίκος Κανελοπουλος, εξώφυλλο δίσκου από τον Γ. Μοραλη.

Δεύτερη ηχογράφηση: Σεπτέμβριος του 1960, Γρηγόρης Μπιθικωτσης, Καιτη Θυμη, π Μανώλης Χιώτης, Studio Columbia, ηχολήπτης ο Νίκος Κανελοπουλος, εξώφυλλo δίσκου από τον Μποστ.

Τρίτη ηχογράφηση: 1963, Μίκης Θεοδωράκης – Μαίρη Λίντα – Μανώλης Χιώτης και ορχήστρα εγχόρδων, εξώφυλλο του Μποστ.

Άλλες ηχογραφήσεις:
1970, Διασκευή για κιθάρα, John Williams CBS.
1976, Μίκης Θεοδωράκης – Αφροδίτη Μάνου – Πέτρος Πανδης, PatheMarconi (France)

 

 

Επιφάνια

 

Ποιηση: Γιωργος Σεφερης

Σύνθεση: 1960, Παρίσι

Πρώτη ηχογράφηση: 
Φεβρουάριος του 1962, Μπιθικωτσης – Χιώτης, εξώφυλλο από τον Μποστ, Studio Columbia, ηχολήπτης ο Νίκος Κανελοπουλος.

Άλλες ηχογραφήσεις:
1976, Taube, Pathe – Marconi (France)
1979, Μαργαριτα Ζορμπαλα, Lyra 

Επιτάφιος

(Από τις σημειώσεις του συνθέτη για το έργο)

 

Αθήνα 1980

 

Η σύνθεση του ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ έγινε στα 1958 στο Παρίσι, στο μικρό διαμέρισμα που είχαμε νοικιάσει σε μια Pension de famille στην οδό Miromensil.

Στα 1954 είχα κερδίσει την υποτροφία για σύνθεση του Ιδρύ-ματος Κρατικών Υποτροφιών και αμέσως φύγαμε με την Μυρτώ για τη γαλλική πρωτεύουσα. Τον ίδιο χρόνο γράφτηκα στο Conserva-toire de Paris στην τάξη της μουσικής ανάλυσης του Olivier Messiaen και της διεύθυνσης ορχήστρας του Eugene Bigot.

Περισσότερο από κάθε άλλο μέρος του κόσμου το Παρίσι (το μουσικό φυσικά) ζούσε τότε υπό τον αστερισμό της δωδεκάφθογγης μουσικής. Όλοι οι συμφοιτητές μου στο Conservatoire γλιστρούσαν ο ένας μετά τον άλλο στη <<σειραϊκή μουσική>>.

 

Εγώ, για πρώτη φορά στα τελευταία δύο χρόνια μετά την εξορία και τη στρατιωτική θητεία, είχα απαλλαγεί από το άγχος το οικονομικό. Με τη Μυρτώ παντρευτήκαμε στα 1953, μόλις εισέπραξα την προκαταβολή (πέντε χιλιάδες δραχμές) από το ελληνοαμερικά-νικο φιλμ ΞΥΠΟΛΗΤΟ ΤΑΓΜΑ. Έως τότε ζούσαμε μαζί με τον αδερφό μου τον Γιάννη και τον Μιχάλη Κατσαρό, πρώτα στο Χαλάνδρι και μετά στην οδό Κορυζή στου Μακρυγιάννη. Τα έσοδά μου ήταν πολύ χαμηλά. Πενήντα δραχμές για κάθε κομμάτι (κυρίως μουσική κριτι-κή) από την ΑΥΓΗ και τη ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ. Άλλα τόσα μου έδινε η ¨Θεία Λένα¨ μέσω της Μαυροειδή-Παπαδάκη για κάθε παιδι-κό τραγούδι που έγραφα πάνω σε στοίχους της τελευταίας. Έπαιζα επίσης σαν έκτακτος μουσικός στη συμφωνική της ΕΡΤ (όταν είχε δουλειά για μένα) και στο Βασιλικό Θέατρο.

 

Έκανα αντίγραφα μουσικής (τρείς δραχμές τη σελίδα), ενορχη-στρώσεις, όπως λ.χ. της μουσικής του Χατζιδάκι για το ΟΝΕΙΡΟ ΘΕΡΙΝΗΣ ΝΥΚΤΟΣ για το Βασιλικό Θέατρο, και μουσικές επενδύσεις για ραδιοφωνικά σκετς. Ο αδερφός μου σπούδαζε κινηματογράφο στη Σχολή Σταυράκου, όπου δίδασκα κι εγώ μια φορά τη βδομάδα.
Θυμάμαι ότι συχνά μαζί με τον Τσαρούχη, που δίδασκε κι αυτός σκηνογραφία, παίρναμε προκαταβολικά το εκατοστάρικο ( το-ση ήταν η αμοιβή μας κατά μάθημα) και μετά σπεύδαμε στα Χαυτεία για ένα καλό γεύμα, που το είχαμε και οι δύο ανάγκη. Ο Κατσαρός είχε χάσει λόγω καρφώματος τη θέση του στο ραδιόφωνο των Ένο-πλων Δυνάμεων και έτσι πείνα μεγάλη είχε πέσει στην οδό Κορυζή.

 

Εντούτοις δεν χάναμε το κέφι μας. Κάθε πρωί χορεύαμε σε ρυθμό σουίνγκ το << Άλαλα τα χείλη των ασεβών>>, για να μην ξεχνάμε την ένδοξη βυζαντινή μας καταγωγή, και μετά βγαίναμε στους δρόμους για κανένα μεροκάματο. Στο τέλος ο αδερφός μου δεν άντεξε. Αφού έφαγε και τα τελευταία ψίχουλα, ακόμα και τις σουλφαμίδες, μας άφησε σημείωμα ότι πάει στον Γαλατά στην Κρήτη για να χορτάσει.

 

Μείναμε μόνοι με τον Μιχάλη. Όχι όμως για πολύ. Ύστερα από μιας βδομάδας πείνα έκανε αιμόπτυση και τον μεταφέραμε σε κακά χάλια στο Σανατόριο στην Πάρνηθα.

Όταν βρέθηκα στο Παρίσι νοίκιασα ένα πιάνο, αγοράσαμε για δέκα φράγκα ένα τεράστιο ξύλινο τραπέζι από τη Sale Drouot (πλει-στηριασμό), μια ιταλική καφετιέρα, μπόλικο χαρτί μουσικής και σινι-κή μελάνη και στρώθηκα στη δουλειά. Καθαρόγραψα την ΠΡΩΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ και μετά, ξεκινώντας να κάνω το ίδιο με το ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΗΣ ΑΣΗΓΟΝΙΑΣ, μετά τη δεύτερη σελίδα βαρέθηκα να αντιγράψω τα ίδια και τα ίδια. Άλλωστε οι μουσικές γνώσεις μου είχαν πολλα-πλασιαστεί τα τελευταία δέκα χρόνια και η τεχνική της σύνθεσης είχε κατά πολύ βελτιωθεί…

 

Εξάλλου τώρα στο Παρίσι είχα πολλά και ενδιαφέροντα ακού-σματα, τόσο μέσα στο Conservatoire, όσο και στις συναυλίες που πα-ρακολουθούσαμε. Έτσι η αντιγραφή εξελίχθηκε σε ανασύνθεση και στη συνέχεια σε καινούρια σύνθεση, που κατέληξε στην ΠΡΩΤΗ ΣΟΥΙΤΑ για πιάνο και ορχήστρα.

 

Καθώς η πρώτη μουσική ύλη είχε τις ρίζες της μέσα στη δημοτική μας μουσική, στράφηκα σε μια προσπάθεια καταγραφής και συστηματοποίησης των μουσικών <<τρόπων>>, επιδιώκοντας μέσα απ΄αυτή να κωδικοποιήσω κατά το δυνατόν την αρμονική μου γλώσσα.

 

Παράλληλα η διδασκαλία του Messiaen σε σχέση με την ανάπτυξη των ρυθμών με βοήθησε στις ρυθμικές μου αναζητήσεις. Ηχητικά βρισκόμουν μέσα στο κυρίαρχο χρώμα της μουσικής modale (τροπικής), που διακρίνει τα γνησιότερα δημοτικά μας τραγούδια και ιδιαίτερα τα κρητικά.

 

Σε κάποια στιγμή, όπως είναι φυσικό, χρησιμοποιώ τη <<σει-ρά>> στο δεύτερο μέρος της ΠΡΩΤΗΣ ΣΟΥΙΤΑΣ. Όμως με τρόπο ελεύθερο. Το ίδιο πράγμα θα κάνω στα 1958 με το αργό μέρος του έργου ΚΟΝΤΣΕΡΤΟ ΓΙΑ ΠΙΑΝΟ. Καρποί αυτής της <<δημοτικής>> ας πούμε, εποχής (1954 – 1958) υπήρξαν ο ΚΥΚΛΟΣ για φωνή και πιά-νο και οι δύο ΣΟΝΑΤΙΝΕΣ για βιολί και πιάνο, η ΣΟΝΑΤΙΝΑ για πιάνο και το Finale του έργου PIANO CONCERTO.

 

Για να ξεκουράσω το αυτί μου από το πολύ modale, έπαιζα και τραγουδούσα όμορφες μελωδίες, που απηχούσαν τα πρώτα μου τραγούδια (1939 – 1945) και φυσικά τα ελαφρά και λαϊκά μας τραγούδια.

 

Εκείνη την εποχή ήρθε στο Παρίσι και η ΣΤΕΛΛΑ του Κακο-γιάννη με τα υπέροχα τραγούδια του Χατζιδάκι και τη μυθική ομορφιά της Μελίνας. Πώς μπορούσα να μείνω αδιάφορος;

 

Η ζωή μας στο Παρίσι ήταν ασκητική. Η Μυρτώ ξύπναγε μες στα βαθειά χαράματα. Έπρεπε να αλλάξει δύο μετρό για να φτάσει στην άλλη άκρη του Παρισιού, στην Rive Gauche, κοντά στο Pantheon, όπου βρισκότανε το Hopital Ciurie. Εκεί στην αρχή ει-δικεύτηκε και μετά δούλεψε σαν κανονική γιατρός στη θεραπεία του καρκίνου με την τεχνική του κοβάλτιου.

 

Εγώ ξυπνούσα αργότερα. Έφτιαχνα τον ιταλικό καφέ μου και κατά τις εννιά καθόμουν στο γραφείο γράφοντας και αντιγράφοντας, έως ότου με πιάσει η όρεξη για σύνθεση. Τότε καθόμουν στο πιάνο και δεν σηκωνόμουν παρά μόνο όταν τελικά έμπαινα σε κάποιο και-νούριο μονοπάτι. Δούλευα έτσι έως τις τέσσερις το απόγευμα, όταν δεν είχα ωδείο. Έβγαινα τότε για να κάνω τα ψώνια που μου είχε αναθέσει η Μυρτώ : ψωμί, κρέας και στον μπακάλη. Και μετά είτε την περίμενα να γυρίσει είτε πήγαινα σ΄ένα μπιστρό στη Rue Soufflot, όπου συχνά μαζί με τον συγγραφέα και φίλο Αριστοτέλη Νικολαΐδη παρασυρόμαστε σε κείνες τις απέραντες συζητήσεις που γεννούσαν οι μεταπολεμικοί καιροί. Έως ότου η γυναίκα μου κάνει κι αυτή τα δικά της ψώνια, για να προστεθεί αργότερα στη συντροφιά μας.

 

Συνήθως πηγαίναμε σε κανένα απ΄τους λιλιπούτειους κινημα-τογράφους του Quartier Latin με τα υπέροχα έργα και το όμορφο νεανικό περιβάλλον.

 

Όταν μέναμε στο σπίτι, πράγμα που γινότανε τις πιο πολλές μέρες, μελετούσαμε κι οι δύο σιωπηλοί. Μετά η Μυρτώ ετοίμαζε το φαγητό και το βράδυ περνούσαμε συνήθως με συντροφιά τον Γιάννη και τη Μαίρη Χρονοπούλου, που έμεναν δίπλα μας στην ίδια πανσιόν και σπούδαζαν κι αυτοί βιολοντσέλο και πιάνο. Κάπου κάπου πηγαί-ναμε όλοι μαζί στο σπίτι πότε του ενός και πότε του άλλου. Η συν-τροφιά μας ήταν ο δικηγόρος Γιάννης Πάσχος με τη γυναίκα του τη Χριστίνα. Ο γιατρός Δημητρός Βαλής και η γυναίκα του η Πέπη. Και ο ψυχίατρος Τάκης Σακελλαρόπουλος με τη γυναίκα του Έλια, που σπούδαζε κι αυτή δικηγόρος.

 

Καθώς ήμαστε λίγο πολύ Αριστεροί – Εαμογενείς, με το πλησίασμα των εκλογών του 1958 αποφασίσαμε να τις γιορτάσουμε προκαταβολικά στο σπίτι μας. Σα να προαισθανόμαστε το 25% της ΕΔΑ.

 

Εκείνες ακριβώς τις μέρες λαβαίνω από τον Γιάννη Ρίτσο το ένα μετά το άλλο τα βιβλία που άρχισε να επανεκδίδει μετά την επιστροφή του απ΄τις εξορίες. Θυμάμαι την αφιέρωσή του στον ΕΠΙΤΑΦΙΟ : << Το βιβλίο τούτο κάηκε από τον Μεταξά στα 1938 κάτω από τις στήλες του Ολυμπίου Διός>>. Το βράδυ περιμέναμε τους φίλους μας για βεγγέρα και έτσι το μεσημέρι βγήκαμε με τη Μυρτώ για ψώνια. Πριν ένα χρόνο, με το πρώτο φιλμ που έκανα στο Λονδίνο, την ΑΠΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΚΡΑΪΠΕ, είχαμε αγοράσει ένα πράσινο Opel, μοντέλο του 1953. Μπήκαμε μέσα και πήγαμε στο ελληνικό μπακάλικο για τα σχετικά. Έξω έβρεχε κι εγώ έμεινα μέσα στο αυτοκίνητο. Είχα πάρει συμπτωματικά μαζί μου τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ και ξεφυλλίζοντας το βιβλίο με έπιασε ξαφνικά μια βαθιά επιθυμία για μελοποίηση.

 

Ούτε κι εγώ θυμάμαι πιά πότε και πώς και πόσα τραγούδια έγραψα από τα είκοσι μέρη του ποιήματος. Ίσως και τα είκοσι. Το λέω αυτό, γιατί κάποιος φίλος (ανήκει κι αυτός στη στρατιά των τέως φίλων μου) που τον υποψιάζομαι, πήρε το βιβλίο λίγο αργότερα μαζί με τις νότες, πού –όπως το συνηθίζω- τις είχα γράψει στα περιθώρια με μολύβι. Όμως δεν του κρατώ κακία, γιατί ξέρω ότι το έκανε από αγάπη! Άλλωστε αργότερα έγινε το ίδιο πράγμα με το βιβλίο του ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, που αυτή τη φορά ξέρω πως το πήρε ο Ανδρέας Λε-ντάκης. Γυρίζοντας σπίτι αντέγραψα μερικά από τα τραγούδια και τα πρόβαρα στο πιάνο. Ήθελα να τα τραγουδήσω το βράδυ στη συν-τροφιά, για να δω κυρίως τις αντιδράσεις τους. Έτσι κι έγινε…

 

Την άλλη μέρα το καθαρόγραψα σε διαφανές χαρτί με σινική μελάνη προσπαθώντας να γεμίσω τέσσερις σελίδες. Χώρεσαν μόνο επτά τραγούδια. [Το όγδοο, το ΗΣΟΥΝ ΚΑΛΟΣ, το συνέθεσα στην Αθήνα για να συμπληρωθούν δύο δίσκοι (extendet) τεσσάρων τραγουδιών]. Τα αφιέρωσα στον Βύρωνα Σάμιο, που ήταν ο μόνος εκείνη την εποχή που νοιαζότανε για την παρουσία του έργου μου στην Αθήνα και με τον οποίο πέρα από τη φιλία μας μας συνέδεαν πολλά γεγονότα με κορυφώσεις τα Δεκεμβριανά και το Μακρονήσι. Στη Δικτατορία μας έμελλε να βρεθούμε στον τέταρτο όροφο της Γενικής Ασφάλειας. Μάλιστα ένα πρωί συναντηθήκαμε στην τουαλέτα. Εκείνον τον γύριζαν και μένα με πηγαίνανε. Μόλις και είχαμε τον καιρό, όπως και στο Μακρονήσι, ν΄ανταλλάξουμε ένα φευγαλέο βλέμμα.

 

Το διαφανές μουσικό χαρτί το προμηθευόμουν από τον Monsieur Vadot, που είχε το εργαστήριό του ψηλά ψηλά στις σκάλες που οδηγούν στη Sacre Coeur. Ο ίδιος ήταν αντιγραφέας από τις αρχές του αιώνα! Το γραφείο του ήταν μουσείο της γαλλικής μουσικής με τις φωτογραφίες με ιδιόχειρες αφιερώσεις των Ντε-μπυσύ, Ραβέλ, Μιλώ, Χόνεγκερ και άλλων που υπήρξαν πελάτες του.

 

Την ημέρα που ο κύριος Vadot γύρεψε και τη δική μου φωτογραφία, κατάλαβα ότι είχα γίνει πια <<κάποιος>>!...  

 

Τότε δεν υπήρχαν τα σημερινά φωτοτυπικά μηχανήματα και έτσι ο κύριος Vadot είχε το μονοπώλιο σε όλη τη Γαλλία! Έπρεπε όμως το πρωτότυπο να είναι χαρτί διαφανές και η γραφή να γίνεται με σινική μελάνη. Πλάι στο γραφείο του κύριου Vadot υπήρχε το εργαστήριο, όπου κυριαρχούσε μια τεράστια φωτοτυπική μηχανή, που την δάμαζε ο έμπειρος κύριος Charles με τη φαλάκρα του και το ευγενικό του χαμόγελο, δηλαδή μια πολύ σπανά περίπτωση για το Παρίσι εκείνης της εποχής, ειδικά αν τύχαινε να είναι κανείς, όπως εγώ, ξένος, γιατί απέναντι στους ξένους οι καθαρόαιμοι Γάλλοι ήσαν συνήθως υπεροπτικοί, για να μην πω εχθρική…

 

Έτσι, το 50% των εισοδημάτων μας πήγαινε στην αγορά χαρτιού και στις εμφανίσεις. Για να δώσω μια εικόνα της προσπά-θειας, σημειώνω ότι καθαρόγραψα εκείνη την εποχή τα εξής έργα : ΠΡΩΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ, ΠΡΩΤΗ, ΔΕΥΤΕΡΗ και ΤΡΙΤΗ ΣΟΥΙΤΑ, PIANO CONCERTO, ANTIGONE, LES AMANTS DE TERUEL (μπαλέτο), ΠΡΩΤΗ και ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΟΝΑΤΙΝΑ, ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΤΥΡΡΑΝΟΣ κ.τ.λ. κ.τ.λ. Για κάθε σελίδα παρτιτούρας χρειαζόμουν δύο ώρες κατά μέσον όρο εργασίας. Πολλές φορές μάλιστα, όταν η γραφή ήταν πυκνή, κατανάλωνα έως και πέντε ώρες για μια σελίδα. Και οι σελίδες αυτών των έργων ήταν πολλές εκατοντάδες ή και χιλιάδες!

 

Έκανα τρία αντίτυπα του ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ και τα ταχυδρόμησα στον Γιάννη Ρίτσο, τον Βύρωνα Σάμιο και τον Μάνο Χατζιδάκι.

 

Σε λίγο μπαίναμε στην Άνοιξη, που είναι η πιο όμορφη εποχή για το Παρίσι. Όμως για μας η κατάσταση ήταν άσχημη. Η Μυρτώ ήταν έγκυος και γι΄αυτό είχε φύγει από τη δουλεία για το φόβο της ακτινοβολίας, η υποτροφία είχε τελειώσει, δεν θέλαμε να ζητήσουμε χρήματα από τους δικούς μας, γιατί ξέραμε ότι θα τα βγάλουν από το υστέρημά τους, και τα λεφτά που είχα πάρει τον προηγούμενο χρόνο από το φιλμ που έκανα στην Αγγλία, τελείωναν με γοργό ρυθμό.

 

Έμπαινε μπροστά μας επιτακτικά το πρόβλημα της στέγης. Ψάχναμε ακόμα και για καμία παλιά μαούνα στον Σηκουάνα ή για κανένα παλιό λεωφορείο – σπίτι, στις Bidon ville, δηλαδή στις τσί-γκινες συνοικίες, που ήταν έξω από το Παρίσι…     

 

Ένας από τους σπάνιους Γάλλους φίλους μας ήταν ο Pierre Ancelin από το Midi, δηλαδή τη νότια Γαλλία, συνθέτης, συμφοιτητής μου από το Conservatoire, που κι αυτός έψαχνε για στέγη. Επειδή ο θεός των συνθετών έχει τις ιδιοτροπίες του και μας σκέφτεται τις δύσκολες στιγμές, οδήγησε στα βήματα του Ancelin μια νέα κοπέλα, κόρη μεγαλοϊδιοκτήτη. Ανάμεσα στα άλλα κτήρια ο μπαμπάς της είχε και μια ετοιμόρροπη λαϊκή πολυκατοικία στη Rue d la Fontaine au Roi, αριθμός 28, αμέσως μετά την Place de la Republique, εκεί που άρχιζαν οι φτωχογειτονιές. Ήταν ένα κτίσμα του 18ου αιώνα και στην εσωτερική του αυλή οι σταύλοι είχαν μετατραπεί σε γκαράζ. Πάνω από το γκαράζ ο ιδιοκτήτης είχε κτίσει τρία λιλιπούτεια <<διαμερίσματα>> με δωμάτια 2Χ3 και κουζίνες 2Χ2. Η τουαλέτα, χωρίς λεκάνη, βρισκόταν στην αυλή.

 

Εκεί ο Ancelin μπήκε χωρίς νοίκι στο <<διαμέρισμα>> πού βρισκόταν στο τέλος της αυλής. Στο πρώτο δεξιά έμενε ένας Γιουγκοσλάβος συνθέτης που παντρεύτηκε μια Αμερικανίδα και μετα-κόμιζε στο Fontenebleau. Επισκεφθήκαμε το <<διαμέρισμά>> του, που φυσικά, πορ΄όλη του την αθλιότητα, σε μας φάνταζε σαν θείο δώρο! Το νοίκι –ειδική τιμή- ήταν πολύ φθηνό. Έτσι αποφασίσαμε να μετακομίσουμε το συντομότερο. Με τον Γιάννη Χρονόπουλο και τον Pierre Ancelin αγοράσαμε μπογιές, πινέλα και σύνεργα κατεδάφισης! Γκρεμίσαμε ό,τι περιττό υπήρχε κι εγώ έξυσα τους τοίχους και μετά τους έβαψα με χρώματα a la Le Courbusier, πράσινα, κόκκινα και κυρίως μαύρα! Ήταν η επίδραση Ξενάκη με τον οποίο κάναμε συχνά παρέα.

 

Αγοράσαμε ξυλεία από το πολυκατάστημα Hotel de Ville και φτιάξαμε το μεγάλο κρεβάτι και τη βιβλιοθήκη. Όσο φούσκωνε η κοιλιά της Μυρτώς, τόσο δούλευα σκληρότερα. Έτσι πέρασα όλο το καλοκαίρι του 1958 ξύνοντας, βάφοντας και καρφώνοντας. Ετοίμαζα όπως τα πουλιά στην κυριολεξία τη φωλιά της γυναίκας μου για να γεννήσει. Στο μεταξύ, έως ότου μετακομίσουμε, στην πανσιόν μαζί με τους Χρονόπουλους παίζαμε κάθε βράδυ ένα βλακώδες παιχνίδι, το Monopole, μόνο και μόνο για να διοχετεύσουμε κάπου την κρίση μας… Τα χρήματα τελείωναν και στον ορίζοντα δεν υπήρχε η παραμικρή δουλεία.

 

Ώσπου μια μέρα έφτασε ένα τηλεγράφημα. Το υπέγραφε ο Άγγλος σκηνοθέτης Μάικλ Παόυελ, με τον οποίο είχαμε συνεργαστεί ένα χρόνο πρίν. Το θυμάμαι ακόμα απ΄έξω, γιατί μαζί με τη Μυρτώ το διαβάζαμε και το απαγγέλαμε εκατοντάδες φορές: <> Ο Ρέημόν Ρουά θέλει να παρα-γγείλει ένα μπαλέτο, απευθυνθήτε στην οδό Μανταλέν, κ.λ.π.

 

Ο κύριος Ρουά, καθαρόαιμος Ιταλός επιχειρηματίας, δεν ήταν άλλος από τον σύζυγο της Λουντμίλα Τσερίνα. Ήθελε να γράψω ένα μπαλέτο για τη γυναίκα του, που ετοίμαζε μια ιδιόμορφη μπαλετική- καλλιτεχνική εξόρμηση για το φθινόπωρο στο θέατρο Σάρα Μπερ-νάρ.

- Θέλετε μήπως μια μικρή προκαταβολή;

Ως και αυτό με ρώτησε! Φυσικά την ήθελα και πως!

 

Έτσι αμέσως αποχαιρετήσαμε την Madame Amelie, τον κύριο Charles και τους άλλους ενοίκους της πανσιόν (όλοι ήταν Σμυρνιοί καθολικοί) και εγκατασταθήκαμε στο 28 της οδού της <<Πηγής του Βασιλιά>> (Fontaine au Roi).

 

Για μένα έμελλε να γίνει πράγματι βασιλική πηγή, αν σκεφτεί κανείς ότι σ΄αυτό ο λιλιπούτειο <<διαμέρισμα>> γεννήθηκαν τα δυο μου παιδιά, ενώ στον τομέα της μουσικής συνέθεσα τη μουσική για πολλά αγγλικά φιλμ που ξεχνώ τους τίτλους, δύο μπαλέτα (ένα για την Τσερίνα, ΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ ΤΟΥ ΤΕΡΟΥΕΛ και ένα για το Coven Garden, την ΑΝΤΙΓΟΝΗ), έργα συμφωνικής μουσικής, όπως τη ΔΕΥ-ΤΕΡΗ και την ΤΡΙΤΗ ΣΟΥΙΤΑ και τη ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΟΝΑΤΙΝΑ για βιολί και πιάνο, που την τελείωσα τις μέρες που γεννήθηκε η κόρη μας Μαργαρίτα στις 29 του Νοέμβρη του 1958, ενώ στον τομέα του τραγουδιού έγραψα το ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ, την ΠΟΛΙΤΕΙΑ, τα ΕΠΙΦΑΝΙΑ, το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ και το ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΡΦΟΥ. Όλα αυτά από το 1958 μέχρι το 1962.

 

Παραλίγο να ξεχάσω ότι μέσα σε όλη αυτή την κρίση που ζούσαμε στην πανσιόν, μετά τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ, όταν δεν μπογιάτιζα στην καινούρια μας κατοικία, συνέθετα το ΚΟΝΤΣΕΡΤΟ ΓΙΑ ΠΙΑΝΟ, παραγγελία μιας εκκεντρικής Αγγλίδας, της Eilen Joys, που όμως ποτέ δεν το έπαιξε γιατί απλούστατα ποτέ δεν της το έστειλα… Δεν θυμάμαι πια για ποιους λόγους. Αυτό το έργο ήταν η τελευταία μου εργασία στην οδό Miromensil, πριν εγκατασταθούμε στην Fontaine au Roi.

 


Αθήνα 1985

 

Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ κυκλοφόρησε σε τρείς φωνογραφικές εκδόσεις :
Η πρώτη με ΜΟΥΣΧΟΥΡΗ – ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ – ΜΟΡΑΛΗ (εξώφυλλο).
Η δεύτερη με ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗ – ΧΙΩΤΗ – ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ – ΜΠΟΣΤ (εξώφυλλο).
Η Τρίτη με ΜΑΙΡΗ ΛΙΝΤΑ – ΧΙΩΤΗ – ορχήστρα εγχόρδων – ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ – ΜΠΟΣΤ (εξώφυλλο).

 

Η πρώτη βγήκε από την Εταιρεία Fidelity (διευθηντής ήταν ο Αλ.Πατσιφάς) και οι δύο άλλες από την Εταιρεία Columbia (διευθυντής ήταν ο Τάκης Β. Λαμπρόπουλος).

 

Οι δύο πρώτες φωνοληψίες έγιναν στο παλιό στούντιο της Columbia, στον Περισσό, από τον Αύγουστο του 1960. Η τρίτη στο ίδιο στούντιο το καλοκαίρι του 1963.

 

Θυμάμαι χαρακτηριστικά πως γράφαμε όλη τη νύχτα και αμέ-σως μετά έφυγα με το αυτοκίνητο για τη Λευκάδα. Οδηγούσα ως το απόγιομα με συντροφιά τον Μποστ, τον Γρηγόρη Γιάνναρο και τις αδερφές Δημοπούλου, την Έντα και τη Τζωτζώ. Μόλις φτάσαμε, καταλύσαμε σ΄ένα φτωχό ξενοδοχείο κι εγώ έπεσα ξερός. Όμως σε λίγο με ξύπνησαν γιατί η ΕΔΑ είχε συγκέντρωση στην κεντρική πλα-τεία με ομιλητή τον Βασίλη Εφραιμίδη. Εγώ θα χαιρετούσα στην αρχή.

 

Ήρθαν οι υπεύθυνοι της ΕΔΑ για να μας οδηγήσουν στην πλατεία. Όλη η πόλη ήταν σε κατάσταση πολιορκίας. Ο χώρος της συγκέντρωσης ζωσμένος από χωροφύλακες που εμπόδιζαν τον κόσμο να μας πλησιάσει. Τελικά ανεβήκαμε επάνω σε μια καρέκλα για να μιλήσουμε. Μπροστά μας καμιά εικοσαριά, δηλαδή τα στελέχη της ΕΔΑ, και πίσω από τους χωροφύλακες τα…πλήθη. Φωνάζαμε για να μας ακούσουν.

 

Ήταν για μένα το πρώτο κάλεσμα στην επαρχία, για να οργα-νωθούν οι νέοι στους Λαμπράκηδες.

 

Το βράδυ φάγαμε όλοι μαζί σε μια φτωχική ταβέρνα. Ήπιαμε και τραγουδήσαμε με την καρδιά μας, χωρίς να μας επηρεάζει το τείχος των χωροφυλάκων που είχε ζώσει το κέντρο εμποδίζοντας τους κατοίκους να μας πλησιάσουν.

 

Παρ΄όλα αυτά εκεί έγιναν οι πρώτες επαφές με Λαμπράκηδες. Την άλλη μέρα φύγαμε χαράματα με τον Μποστ. Τα κορίτσια έμειναν με τον Γιάνναρο για να βοηθήσουν στην οργάνωση. Λίγους μήνες αργότερα μετρούσαμε τους Λαμπράκηδες στο νησί σε χιλιάδες. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις θριαμβευτικές περιοδείες που κάναμε στα χωριά, όπου το σύνολο σχεδόν των νέων είχε οργανωθεί. Και φυσικά όλοι και όλες τραγουδούσαν τα τραγούδια μου.                           
    

Συνέντευξη του Μίκη Θεοδωράκη στον Γιώργο Λιάνη για τον Επιτάφιο, 10/6/2009

- Τι απομένει σήμερα από τη μάχη του «Επιτάφιου» και από τα δύο στρατόπεδα: Χατζιδάκις, Μούσχουρη, Φιντέλιτι από τη μία,Θεοδωράκης, Μπιθικώτσης, Χιώτης, Κολούμπια από την άλλη; 

«Η μάχη των “Επιτάφιων” έγινε γύρω από ένα καυτό ερώτημα εκείνης της εποχής: Εχουμε το δικαίωμα ως Νεοέλληνες να χρησιμοποιούμε το μπουζούκι και τους λαϊκούς τραγουδιστές και μουσικούς για τη μελοποίηση της “υψηλής” ποίησης, και μάλιστα της “επαναστατικής”, όπως αυτή του Ρίτσου; Μήπως το μπουζούκι δεν ήταν όργανο τούρκικο, όπως δεν ήταν τούρκικοι και οι “δρόμοι” της ρεμπέτικης λαϊκής μουσικής; Η διαμάχη δηλαδή έκρυβε μέσα της εθνικιστικά-πατριωτικά στοιχεία σε μια εποχή που η χώρα μας μόλις έβγαινε από τον Εμφύλιο με νωπές τις πληγές, αναζητώντας την πεμπτουσία της ελληνικότητάς της, ιδιαίτερα στον πνευματικό-καλλιτεχνικό χώρο. Εξάλλου στη διαμάχη Δύσης- Ανατολής η νίκη των εθνικιστικών δυνάμεων με τη βοήθεια του ΝΑΤΟ, των ΗΠΑ και γενικά του δυτικού κόσμου είχε θέσει την Ελλάδα από κάθε άποψη στην αγκαλιά της Δύσης. Βέβαια η Τουρκία, μέλος του ΝΑΤΟ, εθεωρείτο χώρα δυτική. Οχι όμως και ο πολιτισμός της και ειδικά τα τραγούδια της, που η αστική μας τάξη τα είχε κατατάξει σε προϊόντα μιας κατώτερης παράδοσης και γι΄ αυτό βλαβερά για το δυτικό κοινωνικό-εθνικό μοντέλο που είχε και έχει ως πρότυπο». 

- Η «μάχη του “Επιταφίου”» ήταν εν τέλει πολιτική ή καλλιτεχνική; 

« Η διαμάχη είχε στην αρχή καλλιτεχνικό χαρακτήρα, για να εμπλουτισθεί στη συνέχεια με τα στοιχεία που περιγράψαμε, με την προσθήκη ότι η αντίθεση ΔύσηΑνατολή έπαιρνε όλο και περισσότερο πολιτικό χαρακτήρα, δηλαδή Αριστεράς- Δεξιάς. Οσο για την ερώτηση “τι απομένει σήμερα”, η απάντηση είναι... η κατά κράτος επικράτηση του διδύμου Δύση- Δεξιά σε ό,τι αφορά τον υψηλό ψυχαγωγικό ρόλο του τραγουδιού με το έτερο δίδυμο Ανατολή-Αριστερά να περιορίζεταιστο τραγούδι πάντοτε-, όπως και κατά την προ “Επιταφίου” εποχή,στον καθαρά διασκεδαστικό του ρόλο ». 

- Πώς υποδέχτηκε τότε η νεολαία το έργο το δικό σου και του Γιάννη Ρίτσου; 

«Τι να πω; Εσύ ως φοιτητής τότεγνωρίζεις καλύτερα, αφού, όπως μου έχεις πει, ο “Επιτάφιος” άλλαξε τη ζωή σου». 

- Τι δουλειά είχες εσύ, ένας συμφωνιστής, με όλα αυτά που πλημμύρισαν τον τόπο μετά; 

«Ως μουσικός τα πάντα τα πήρα από την Ελλάδα πλην της συμφωνικής τεχνικής, με την οποία ολοκληρώθηκα ως δημιουργός και βεβαίως την αναζήτησα στην Ευρώπη. Αλλωστε αυτή υπήρξε η μοναδική πρωτότυπη συνεισφορά της Ευρώπης, δεδομένου ότι όλες οι υπόλοιπες μορφές τέχνης προέρχονται από την Αρχαία Ελλάδα. Ξεκινώντας τη μουσική πορεία μου στηρίχτηκα στο τραγούδι και στην εκκλησιαστική μουσική. Οταν ανακάλυψα τη συμφωνική τέχνη, συνειδητοποίησα ότι με την απόλυτη γνώση της ολοκληρώνεται ο εσωτερικός μουσικός κόσμος μου. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τη θεώρησα ως προς την ουσία της διαφορετική (ή ανώτερη) από την τέχνη της τραγουδοποιίας». 

- Ο Ρίτσος μού είχε εξομολογηθεί ότι το θεωρούσε ιεροσυλία να έμπαιναν σε λαϊκά κέντρα ο «Επιτάφιος», τα «άγια των αγίων» του λαού μας. 

«Ετσι είναι. Και νομίζω ότι το στοιχείο που απώθησε, τόσο τον Ρίτσο όσο και τον Σεφέρη, ήταν η φωνή του Μπιθικώτση και το μπουζούκι του Μανώλη Χιώτη. Τους ήταν αδιανόητο να βλέπουν την ποίησή τους ντυμένη με τα λαϊκά μουσικά ρούχα των τραγουδιών του Τσιτσάνη, που τα άκουγες τότε σε περιθωριακά μουσικά κέντρα προορισμένα για τους φτωχούς εργαζομένους των συνοικιών. Τότε το αφτί των αστών (ακόμη και των αριστερών διανοουμένων) είχε συνηθίσει να ακούει βιολιά, σαξόφωνα και άλλα “ευγενή” μουσικά όργανα. Τις δε φωνές τις ήθελε βελούδινες, απαλές, γλυκερές. Ευρωπαϊκές! Να όμως που το αφτί τελικά συνηθίζει, φθάνει να ξέρεις εσύ με ποιους τρόπους θα το οδηγήσεις να δεχθεί μελωδίες, φωνές και όργανα στην ουσία καθαρά ελληνικά. Το κύμα της αποδοχής του “Επιτάφιου” (και των υπόλοιπων έργων) υπήρξε τόσο πλατύ, βαθύ και ισχυρό, που παρέσυρε ακόμη και τους πιο επιφυλακτικούς, όπως ήταν λ.χ. ο Σεφέρης, που με παρακάλεσε να περάσουμε μια ολόκληρη νύχτα πηγαίνοντας από το ένα λαϊκό κέντρο στο άλλο, για να απολαμβάνει σαν μικρό παιδί το “Περιγιάλι”». 
- Τι ρόλο έπαιξε ο Μάνος Χατζιδάκις στον «Επιτάφιο»; 

«Χωρίς τον Χατζιδάκι είναι βέβαιον ότι δεν θα έμπαινα τότε στον στίβο του ελληνικού τραγουδιού. Η δε ουσιαστική μας συνύπαρξη είχε για μένα τον χαρακτήρα μιας πράξης συμβολικής και ακόμη πιο πολύ καθοριστικής για μας, αν σκεφτεί κανείς το τι κάναμε και οι δυο μας παράλληλα από ΄κεί και πέρα». 

- Φαντάζεσαι μια χορωδία αποτελούμενη από σημερινά πολιτικά πρόσωπα να τραγουδά «Επιτάφιο», «Ρωμιοσύνη» και «Αξιον εστί» σήμερα; 

«Η χορωδία αποτελεί την αποθέωση της μουσικής αρμονίας. Οι διάφορες φωνές που την απαρτίζουν υπακούουν σε αρμονικούς νόμους που απορρέουν από τη σύνθεση των αντιθέσεων. Αντιθέτως, η σύγχρονη ελληνική Βουλή έγινε πρότυπο κακοφωνίας, δεδομένου ότι οι αντιθέσεις εκεί δεν οδηγούν σε σύνθεση αλλά σε αποσύνθεση». 

Η συναυλία της Λαϊκής Ορχήστρας «Μίκης Θεοδωράκης» πραγματοποιείται σήμερα στις 21.00 στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού. 

Ερμηνεύουν οι Νένα Βενετσάνου, Δημήτρης Μπάσης, Καλλιόπη Βέττα και Αλέξανδρος Χατζής. Περισσότερες πληροφορίες στο τηλ. 210 3272.000. Τα εισιτήρια κοστίζουν 60, 50, 40, 30 και 20 ευρώ (άνω διάζωμα). 

Ο κ. Γιώργος Λιάνης είναι βουλευτής του ΠαΣοΚ και δημοσιογράφος. 

«Το ΚΚΕ άλλαξε βαθιά τον Ρίτσο» 

- Στην τελετή απονομής του Νομπέλ στον Οδυσσέα Ελύτη, οι μισοί Σουηδοί μού έλεγαν ότι το χρωστούσε σε σένα και οι άλλοι μισοί ότι έπρεπε να το μοιραστεί με τον Γιάννη Ρίτσο, που ήταν έξι φορές υποψήφιος. 

«Ο Ρίτσος τότε, όπως και εγώ προσφάτως, δεν είχαμε καμία πιθανότητα για Βραβείο Νομπέλ, μιας και, εκτός από κομμουνιστές, ήμασταν και κάτοχοι του Βραβείου Λένιν. Και αυτό γιατί οι ηγετικές ομάδες της Σουηδίας και της Νορβηγίας διαπνέονται από έναν άκρατο αντικομμουνισμό». 

- Ηταν μεγάλος ποιητής ο Ρίτσος; Αν ναι, γιατί βλέπουμε μεγάλες περιόδους με μερικές και ολικές εκλείψεις του; Το ΚΚΕ τον χρησιμοποίησε ή τον έχει ακόμη στο λαϊκό εικονοστάσιο, όπως κάποτε; 

«Θα ήταν ίσως βαρετό και ψυχοφθόρο για την όποια μεγάλη προσωπικότητα να βρίσκεται συνεχώς στο προσκήνιο της καθημερινότητας. Αλλωστε δεν το έχει ανάγκη, γιατί γι΄ αυτή σημασία έχει το έργο της να υπάρχει ζωντανό μέσα στους ανθρώπους. Οσο για το ΚΚΕ, γιατί τόση σκληρότητα; Υπάρχουν πολλοί από μας που θυσιάσαμε τα νιάτα μας ακολουθώντας τα ματωβαμένα του λάβαρα. Κάτω από τη σκιά τους διδαχτήκαμε, ψηλώσαμε, ολοκληρωθήκαμε. Στο κάτω-κάτω, το ΚΚΕ είναι μια ιδέα που άλλαξε ριζικά τον λαό και τη χώρα μας, όπως άλλαξε βαθιά τον Γιάννη Ρίτσο, δημιουργώντας για τους απογόνους αυτό το πρότυπο του πολίτη-ποιητή».

 

Επιφάνια

(Σημείωμα του συνθέτη για το έργο)

 

Το φθινόπωρο του 1960 δόθηκε ξανά η ΑΝΤΙΓΟΝΗ (μπαλέτο) στο Covent Garden. Τότε συναντήθηκα για πρώτη φορά με τον Σεφέρη, που υπηρετούσε στο Λονδίνο ως πρεσβευτής. Θυμάμαι πως τον κάλεσα να παρακολουθήσει τη γενική πρόβα της ορχήστρας. Καθήσαμε στην άδεια πλατεία της εγγλέζικης Όπερας έχοντας μπροστά μας της τεράστια ορχήστρα με τους 100 και πάνω μουσικούς, που διήυθυνε με πάθος ο Λιντσμπερυ. Ήταν  φανερό πως ο Σεφέρης άκουγε για πρώτη φορά συμφωνική μουσική μου. Φαινόταν σαν να μην πίστευε ότι το έργο αυτό το έχει γράψει έλληνας συνθέτης. Βγαίνοντας από την πόρτα των ηθοποιών, πέσαμε πάνω στην αγορά λαχανικών και φρούτων. Είχε λιακάδα και οι θόρυβοι του πλήθους έρχονταν σε αντίθεση με την ατμόσφαιρα που είχαμε ζήσει λίγο πρίν.

 

Του λέω:
-    Θα ψάξω για κανένα ταξί, να σας πάω στην Πρεσβεία…
-    Τι ταξί μου λες Θεοδωράκη, μου απαντά με βαριά φωνή. Έτσι που μ΄έκανες θα χρειαστώ ώρες για να συνέλθω… Προτιμώ να βαδίσουμε.
-    
Το μέγαρο της Πρεσβείας προς την πλευρά του Χάυντ Πάρκ απείχε από το Covent Garden μια ώρα με τα πόδια…

-    Για να σου πω την αλήθεια, δεν περίμενα ν΄ακούσω αυτό που άκουσα… Θέλω να συζητήσουμε.

 

Η κυρία Σεφέρη είχε ανησυχήσει και μας περίμενε στο χωλ. Καθήσαμε στο σαλόνι, στο ισόγειο δεξιά. Είχε ακόμα έξω φως. Μας σέρβιραν τσάι και τότε ο Σεφέρης άρχισε να μιλά.


Ήθελε να φτιάξουμε μαζί ένα μπαλέτο σε ιδέες δικές του. Δεν το απέκλεισα, όμως τον ρώτησα ευγενικά:

-    Τι θα λέγατε, αν στο μεταξύ έγραφα τραγούδια πάνω στην ποίησή σας; 
-    Τραγούδια;
Ήταν πράγματι έκπληκτος. Είχε όμως ακούσει για τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ.

-    θα σας φέρω την άλλη βδομάδα απ΄το Παρίσι να ακούσετε τη δουλειά μου. Θέλω να πιστεύω ότι δεν προδίδω την ποίηση…


Σηκώθηκε και γύρισε με μια στοίβα βιβλία…

 

Στο Παρίσι, γεμάτος ακόμα απ΄τη συγκίνηση που μου είχε προξενήσει αυτή η ζεστή και ανθρώπινη συνάντηση με τον μεγάλο ποιητή, και καθώς ξεφύλλιζα τις ποιητικές συλλογές που μου είχε χαρίσει, έγραψα το ίδιο απόγιομα το ΠΕΡΙΓΙΑΛΙ, δηλαδή την ΑΡΝΗΣΗ, το ΚΡΑΤΗΣΑ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ, ΑΝΘΗ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ και τέλος το ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΕΣ ΣΠΗΛΙΕΣ. Η κακομοίρα η Μυρτώ, με ατ δύο μωρά να τα παλεύει στο λιλιπούτειο δωμάτιο στο οποίο ζούσαμε την εποχή εκείνη, ήταν υποχρεωμένη ν΄ακούει την ίδια και την ίδια μουσική απ΄το πρωί ως το βράδυ. 

 

Πράγματι, μόλις τελείωνα κάποιο τραγούδι, μου άρεσε τόσο που μπορούσα να το τραγουδώ παίζοντας συγχρόνως πιάνο επί μία και δύο βδομάδες συνεχώς. Ήξερα ότι μετά την ηχογράφηση και την κυκλοφορία του δίσκου δεν θα ήταν πια δικό μου και γι΄αυτό, ως φαίνεται, το χαιρόμουν για όσο διάστημα μου ανήκε αποκλειστικά.

 

Πράγματι, άπαξ και τελείωνε η διαδικασία της δισκογράφησης, δεν γύριζα σχεδόν ποτέ στα παλιά μου τραγούδια. Ούτε τ΄άκουγα, όπως όλοι, στο πικαπ. Το μυαλό μου βρίσκεται πάνω σ΄αυτό που θα γράψω…

 

Αφού καθαρόγραψα τα τέσσερα τραγούδια, τηλεφώνησα στον Σεφέρη : Είμαι έτοιμος. Έρχομαι την προσεχή εβδομάδα στο Λονδίνο για πρόβες. Ορίστε μου, σας παρακαλώ, μέρα και ώρα, για να σας τα παρουσιάσω.

 

Ο Σεφέρης μου απάντησε: Σε περιμένουμε για δείπνο στην Πρεσβεία… Διαθέτουμε υπέροχο πιάνο.


Η κυρία Μαρώ Σεφέρη είχε ετοιμάσει η ίδια το γεύμα. Ο Σεφέρης ρώτησε που είναι το πικαπ. Ήταν ένα άθλιο κουτί της δεκάρας, που μ΄έκανε ν΄ανατριχιάσω για τον ήχο που θα έβγαζε. Κρατούσα στο χέρι τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ στην έκδοση Χατζιδάκι – Μούσχουρη, γιατί φοβόμουν ότι η λαϊκή εκτέλεση με τον Μπιθικώτση ίσως να τρύπαγε τ΄αυτιά του… Βλέπω τον Σεφέρη ν΄αρκουδίζει και να χώνεται κάτω από το τραπέζι για να βάλει την πρίζα…

 

Κουράστηκε.

Φαίνεται ότι τα τραγούδια του ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ τον ξάφνιασαν. Προς το καλό… Έτσι έφυγε από μέσα μου ένα μέρος από την αγωνία. Το υπόλοιπο αφορούσε τα ΕΠΙΦΑΝΙΑ.

-    Πολύ όμορφα τα τραγούδια αυτά… Η Μαρώ μας έχει ετοιμάσει να φάμε στο σαλόνι. Μετά θα μας παίξεις στο πιάνο τα καινούρια… Αλήθεια πως βγήκαν; 
-    Θα τ΄ακούσετε…

Στο τραπέζι η κυρία Σεφέρη είχε ανάψει καντηλέρια. Άλλο φως δεν υπήρχε. Έτσι που μόνο η σκιά του πιάνου φαινόταν ανησυχητική για μένα, γιατί το μυαλό μου δεν μπορούσε να ξεκολλήσει απ΄το ερώτημα << άραγες θα του αρέσουν;>>
Τέλος ήρθε η μεγάλη στιγμή. Κάθισα στο πιάνο και άρχισα να τραγουδώ και να παίζω την ΑΡΝΗΣΗ. Μετά το δεύτερο στίχο, η κυρία Μαρώ γέλασε νευρικά. Σταμάτησα.
-    Τι συμβαίνει Μαρώ ; τη ρωτά ο Σεφέρης αυστηρά.
-    Με συγχωρείτε… Όμως αυτό το ποίημα το έχω ακούσει τόσες και τόσες φορές να το απαγγέλει ο Γιώργος, που μου φαίνεται τόσο περίεργο να το ακούω με μουσική… Μ΄αρέσει πολύ.

 

Όταν τελείωσα και το τελευταίο τραγούδι, το ζεύγος ήταν ικανοποιημένο. Ο Σεφέρης πάντα μετρημένος και βαρύς. Όμως στα μάτια του είδα τη λάμψη του δημιουργού που χαιρόταν για τη νέα μορφή που έπαιρνε ξαφνικά η ποίησή του. Τώρα βιαζόταν να το δει τραγουδισμένο…

 

Ήθελα τα ΕΠΙΦΑΝΙΑ –ακριβώς γιατί ο στίχος ήταν τόσο διανοουμενίστικος- να τα περάσω σε όσο το δυνατόν πιο πλατύ κοινό με λαϊκό μουσικό ένδυμα. Άλλωστε αυτή ήταν η πρώτη φορά που ελεύθερος στίχος φιλοδοξούσε να γίνει απλό λαϊκό τραγούδι. Να συντροφεύει δηλαδή τον κοσμάκη παντού. Στο γιαπί, στην ταβέρνα, στην εκδρομή, στην παρέα…


Όταν ηχογραφούσαμε, λέω στον Μπιθικώτση :
-    Πρόσεξε την άνω τελεία. Εκεί που λες <<πήραμε τη ζωή μας>>, βάλε παύση πριν πεις <<λάθος>>.
Στ΄αυτιά μου είχα την  προτροπή-παράκληση του ποιητή :
-    Την άνω τελεία! Την άνω τελεία! Αλλιώτικα μου αντιστρέφεις το νόημα.

Τελικά όμως αυτό αποδείχθηκε ανεφάρμοστο στην πράξη, με αποτέλεσμα να ακουστεί η λέξη <<λάθος>> κολλητά στο <<πήραμε τη ζωή μας>>, δίνοντας αντίθετο νόημα στο ποίημα. Όμως πόσο κατανοητό ήταν για το λαό, που ποιος λίγο, ποιος πολύ, είχε πάρει τη ζωή του λάθος…

 

Ο πιστός φίλος του ποιητή Γιώργος Σαββίδης θα γράψει : Το <<Περιγιάλι>> έγινε μια καινούρια <<Ξανθούλα>>.

 

Έτσι το θέρος του ΄62, μαζί με τον Σεφέρη, τον Σαββίδη, τον Γιωργάκη Παπανδρέου και τον πατέρα μου, τριγυρνάγαμε ένα ολόκληρο βράδυ στην Πλάκα από ταβέρνα σε ταβέρνα, γιατί ο ποιητής ήθελε να δει με τα ίδια του τα μάτια και ν΄ακούσει με τα ίδια του τ΄αυτιά τους καλλιτέχνες και το κοινό σε όλα τα μαγαζιά να τραγουδούν το ΠΕΡΙΓΙΑΛΙ ΤΟ ΚΡΥΦΟ…

 

Ποτέ ίσως ένας Σεφέρης δεν είχε γίνει σαν μικρό παιδί. Γελούσε, έλαμπε ολόκληρος από ευτυχία, και νομίζω πως εκείνη τη βραδιά επέτρεψε στη τόσο αυστηρή του καρδιά να με αγαπήσει. Στο μέτρο φυσικά του επιτρεπτού για έναν διπλωμάτη…